|
---|
Χ. Λασκαρίδη: "Η κόμη της Βερενίκης" Ο μεσαίωνας ενάντια στην πρόοδο |
---|
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 |
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Δημοσιεύουμε παρακάτω το κείμενο της ομιλίας ενός συντρόφου καθηγητή που εκφωνήθηκε σε ένα Γυμνάσιο της Αθήνας στη διάρκεια της γιορτής για την επέτειο της 28ης Οκτώβρη 1940.
Μετά το τέλος της ομιλίας οι παρευρισκόμενοι μαθητές ξέσπασαν σε θερμό χειροκρότημα, κάτι που δείχνει ολοφάνερα τις ισχυρές αντιστάσεις που βρίσκει ο ναζισμός στο χώρο της νεολαίας. Επίσης, σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι καθηγητές συγχάρηκαν προσωπικά το σύντροφο, τονίζοντας ότι -κάτι που πολύ σπάνια είχε συμβεί στο παρελθόν- ο λόγος τούς άγγιξε βαθιά, ήταν μεστός και πως «χρειάζονταν πολλά κότσια για να τον εκφωνήσει κανείς», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Κυρία Διευθύντρια, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί μας μαθητές, κυρίες και κύριοι
Στο βιβλίο της Ιστορίας κάθε τόπου μερικές της σελίδες είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα. Γράμματα που δηλώνουν αγώνες για την ελευθερία, την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.
Δε θα μπορούσε η πατρίδα μας να λείψει από το λαμπρό αυτό κατάλογο.
Ο αγώνας δεν ήταν μόνο ενάντια σε κάποιους παράφρονες ξένους ηγέτες και, πολύ περισσότερο, ενάντια σε κάποιες τυφλωμένες από έπαρση ανθρώπινες μάζες που ακολουθούσαν σαν πιστά σκυλάκια τον «αρχηγό». Ήταν πρώτ’ απ’ όλα αγώνας ενάντια στο φασισμό, δηλαδή ενάντια στην πιο απάνθρωπη, βάρβαρη και κτηνώδη μορφή εξουσίας που έχει εμφανιστεί ποτέ στην ανθρωπότητα.
Ο εορτασμός μιας τέτοιας επετείου μπορεί να αποκτήσει νόημα μόνο αν αποτελέσει αφορμή για περίσκεψη και γόνιμο προβληματισμό. Κι αυτό γιατί η Ιστορία μπορεί να επαναληφθεί, αν οι λαοί δεν πάρουν μαθήματα απʼ αυτήν. Και είναι τραγωδία να επαναλαμβάνονται στις μέρες μας φαινόμενα παρόμοια μʼ αυτά που έζησε η ανθρωπότητα 70 χρόνια πριν.
Ο ναζισμός δεν ήταν ένα καπρίτσιο της Ιστορίας, ούτε βέβαια δημιούργημα ενός τρελού, όπως θέλουν μερικοί να παρουσιάζουν το Χίτλερ. Ο Χίτλερ ήταν αιμοβόρος, αλλά όχι τρελός. Μια τέτοια άποψη ουσιαστικά θα τον αθώωνε. Ο Χίτλερ ήταν ένα πρόσωπο που παρουσιάστηκε μια καίρια ιστορική στιγμή στην τσακισμένη οικονομικά και σε αδιέξοδο πολιτικά Γερμανία του μεσοπολέμου παριστάνοντας το σωτήρα του λαού, το Μεσσία που θα έδινε στο γερμανικό λαό την πολυπόθητη διέξοδο από τα προβλήματα που τον συνέθλιβαν.
Με ποια συνθήματα ο Χίτλερ συγκίνησε και κατάφερε να πείσει το λαό να του δώσει την εξουσία; Θα άξιζε τον κόπο και το χρόνο να ψάξουμε λίγο αυτή την πλευρά, τη συνήθως αδιόρατη, του φασισμού, πώς δηλαδή προσπαθεί να εξεγείρει τις λαϊκές μάζες και να τις βάλει στην υπηρεσία του.
Ο Χίτλερ, εκμεταλλευόμενος το αίσθημα ταπείνωσης που είχε προκαλέσει η Συνθήκη των Βερσαλλιών στους Γερμανούς, το πρώτο που έκανε ήταν να τα βάλει με τη Δύση γενικά, με την Αγγλία, τη Γαλλία και την Αμερική ιδιαίτερα. Αργότερα, βέβαια, τα έβαλε, και μάλιστα περισσότερο, με την τότε σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση. Τις δυτικές λοιπόν χώρες τις κατηγορούσε ότι είναι ιμπεριαλιστικές, ενώ ο ίδιος ήταν ο πολιτικός εκπρόσωπος των πιο επιθετικών ιμπεριαλιστικών κεφαλαιοκρατικών κύκλων της τότε Γερμανίας. «Κάτω το κεφάλαιο», βροντοφώναζε για να κερδίσει τους εργάτες. Μέχρι και τη σημαία του, τη σβάστικα με τον αγκυλωτό σταυρό, τη χρωμάτισε κόκκινη για να τους πάρει με το μέρος του. Αλλά και το κόμμα του το ονόμασε εθνικοσοσιαλιστικό, για να θυμίζει συνειρμικά στους εργαζομένους τα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Τα ράσα όμως δεν κάνουν τον παπά, λέει μια σοφή παροιμία. Κι όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, έτσι και η επίκληση του Χίτλερ σε συνθήματα που παρέπεμπαν στην πρόοδο και στους εργάτες ήταν κάλπικη. Όσο κι αν έκανε τον αντικαπιταλιστή, δεν έπαυε να είναι ο πιο μαύρος εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα του.
Δεν ήταν όμως μόνο εχθρός των δυτικών δημοκρατικών χωρών και κάθε σοσιαλιστικής χώρας. Έκανε κάτι πολύ χειρότερο: Καλλιέργησε στα μυαλά των συμπολιτών του το μίσος και την απέχθεια για τους άλλους λαούς μέσω της δήθεν ανωτερότητας της γερμανικής φυλής. Ήταν δηλαδή ένας κλασικός ρατσιστής. Πρόβαλλε συνεχώς τη ρατσιστική θεωρία του «ζωτικού χώρου», υποστηρίζοντας ότι τα σύνορα της χώρας του ήταν μικρά για έναν τόσο σπουδαίο λαό όπως ο δικός του, και την αντίληψη πως ο δικός τους πολιτισμός είναι ανώτερος από τον πολιτισμό όλων των άλλων εθνών, και επομένως θα έπρεπε αυτό να το αναγνωρίζουν όλα τα έθνη και να υποκλίνονται όλοι μπροστά στο γερμανικό μεγαλείο, όπως έλεγε. Με αρωγό την προπαγάνδα του Γκέμπελς έκανε το λαό να πιστέψει πως στα πολιτικά παρασκήνια του εξωτερικού, εννοώντας και πάλι τη Δύση, εξυφαίνεται μια παγκόσμια απειλητική συνωμοσία εναντίον του περιούσιου, δήθεν, γερμανικού λαού, τον οποίο τάχατες όλοι ζηλεύουν και όλοι αδικούν και εποφθαλμιούν για το μεγαλείο του. Κατά τη δική του άποψη, όλοι οι άλλοι λαοί «χρωστούσαν» στη Γερμανία πολιτισμό και παγκόσμια αναγνώριση. Και καθόρισε ως κέντρο τής κατά φαντασίαν αυτής συνωμοσίας τους Εβραίους, συνήθεις φταίχτες σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης, κατά την αντίληψη πολλών.
Ας μην πάμε όμως μακριά. Μήπως και σήμερα αρκετοί -και στη χώρα μας και παγκοσμίως- δεν επαναλαμβάνουν τα ίδια χιτλερικά στερεότυπα, δηλαδή ότι για όλα φταίνε οι μοχθηροί Εβραίοι; Και σήμερα δε λένε αρκετοί «όλοι οι λαοί χρωστάνε σʼ εμάς, γιατί εμείς τους δώσαμε τον πολιτισμό που σήμερα αυτοί έχουν»; Δε λένε ακόμα και σήμερα ότι «πρέπει η Δύση, και ειδικότερα η Ευρώπη, να αναγνωρίσει την ανωτερότητα του δικού μας πολιτισμού»; Δεν υποστηρίζουν και σήμερα αρκετοί ότι για την οικονομική εξαθλίωση, τη φτώχεια και τους πολέμους φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από αυτούς τους ίδιους;
Έχουμε κάτσει ποτέ να σκεφτούμε σοβαρά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα; Ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν είναι μια μακρινή ιστορία. Ας μην έχουμε την αυταπάτη ότι ξεμπερδέψαμε μια και καλή με το Χίτλερ. Με το Χίτλερ τελειώσαμε, όχι όμως και με το χιτλερισμό και γενικά με κάθε φασισμό. Ο φασισμός, αν οι λαοί δεν έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, μεταμορφώνεται συνεχώς προσπαθώντας να τους εξαπατήσει και να τους παρασύρει στο παιχνίδι του πολέμου και της αλληλοεξόντωσης. Ο λύκος αλλάζει συνεχώς προβιές, προβάροντας κάθε φορά την πιο φανταχτερή για την περίσταση. Δεν είναι και πολύ δύσκολο για ένα λαό τσακισμένο από την ανέχεια και απογοητευμένο από την πολιτική και τους πολιτικούς να πέσει στα νύχια ενός επιτήδειου φασίστα.
Θέλω να σας κάνω μια εξομολόγηση. Όσα σας είπα μέχρι εδώ είναι ο λόγος που είχα εκφωνήσει από το ίδιο αυτό βήμα μερικά χρόνια πριν στην ίδια επέτειο. Μη βιαστείτε όμως να με κατακρίνετε ότι λέω τα ίδια και τα ίδια. Άλλωστε, δεν είναι κι εύκολο πράγμα να γράφεις κάθε φορά έναν ολοκαίνουριο λόγο αρχίζοντας από το μηδέν. Όταν τα έλεγα αυτά πριν από 4 μόλις χρόνια ούτε εγώ ο ίδιος μπορούσα να πιστέψω ότι η πραγματικότητα που ζούμε σήμερα θα ήταν πιο εφιαλτική από μια πρόβλεψη. Κι εμένα μου ήταν -και μου είναι ακόμη και τώρα- δύσκολο να δεχθώ ότι στη χώρα μας που πρώτη στον κόσμο ντρόπιασε τις φασιστικές ορδές γεννήθηκε, αντρώθηκε και μάλιστα μπήκε και στη βουλή καμαρωτό-καμαρωτό ένα κόμμα που δεν έκρυβε, μέχρι ένα σημείο τουλάχιστον, το φιλοναζισμό και φιλοχιτλερισμό του. Είναι πράγματι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς όλο το πολιτικό και δικαστικό σύστημα μιας φαινομενικά, τουλάχιστον, δημοκρατικής χώρας σαν τη δικιά μας έκανε μέχρι τώρα τα στραβά μάτια μπροστά στα χιλιάδες μαχαιρώματα και στους ξυλοδαρμούς μεταναστών, αλλά και κάθε αντίθετης φωνής, που οργανώνονταν και διαπράττονταν μεθοδικά από τη συμμορία αυτή της πιο Μαύρης Καταχνιάς που έχει δει ποτέ η χώρα μας. Για να μη μιλήσω για τη δυσωδία και την μπόχα που αναδυόταν κάθε φορά που αυτοί οι δήθεν εχθρικοί προς το σύστημα τύποι άνοιγαν το στόμα τους.
Πώς μπόρεσε το πολιτικό και δικαστικό σύστημα της χώρας μας να τους επιτρέψει να είναι νόμιμοι; Έπρεπε να φτάσουμε στη βάρβαρη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου και καλλιτέχνη, του Παύλου Φύσσα, για να αρχίσουν να ξυπνούν μερικές συνειδήσεις;
Αλλά και τώρα, που το τέρας φαίνεται σχετικά ξεδοντιασμένο, μην ξεγελιέστε. Όσο ο φασισμός στην Ελλάδα είναι νόμιμος, θα χρησιμοποιεί τα όπλα που του παρέχει η δημοκρατία για να την εξαφανίσει από προσώπου γης. Σε τρεις μέρες θα δούμε στις οθόνες των τηλεοράσεών μας να καταθέτουν στεφάνια προς τιμήν των πεσόντων του ʼ40 αυτούς που υμνούν τα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία σοφά ο λαός βάφτισε γερμανοτσολιάδες, αφού στη διάρκεια της Κατοχής σε συνεργασία με τους κατακτητές χιτλερικούς χτυπούσαν τον ελληνικό λαό, πρόδιδαν και σκότωναν τους αντιστασιακούς. Πώς γίνεται να υποστηρίζεις ότι τιμάς τους ήρωες του ʼ40 και ταυτόχρονα να καταθέτεις στεφάνια μαζί με τους πολιτικούς απογόνους εκείνων που τους σκότωναν; Τι κατάντια είναι αυτή για τη χώρα μας;
Σε τέτοιες επετείους συνηθίζουμε να λέμε πως είμαστε περήφανοι για τους προγόνους μας που έχυσαν το αίμα τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι. Ας το δούμε και λίγο αντίστροφα: Αν οι ήρωες του ’40 ζούσαν σήμερα, θα ήταν υπερήφανοι για μας τους απογόνους τους, οι οποίοι στείλαμε στην ελληνική Βουλή τους χιτλερικούς, που τους κάναμε δηλαδή νομοθέτες; Πολύ αμφιβάλλω.
Ας μη νομίσουμε ότι αυτά αφορούν μόνο σε κάποιους άλλους και όχι σ’ εμάς. Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Ας ψάξουμε βαθιά μέσα μας να δούμε τι μας συμβαίνει και τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε.
Έτσι θα πάει μπροστά η χώρα μας; Με διακρίσεις εθνικού χαρακτήρα, που παραπέμπουν σε ρατσιστική συμπεριφορά; Είναι αυτή συμπεριφορά δημοκρατικών ανθρώπων; Πού πήγε όλο αυτό το αίμα που έχυσαν οι λαοί στο διάβα της Ιστορίας, για να κατακτηθεί η ισότητα και να καταργηθούν οι διακρίσεις φυλετικού, θρησκευτικού και εθνικού χαρακτήρα; Τι σχέση έχει η κτηνώδης συμπεριφορά των ανθρώπων της Μαύρης Καταχνιάς με τις βασικές αρχές του Χριστιανισμού για την ισότητα, ιδίως με την αρχή που διδάσκει «μην κάνεις στους άλλους αυτό που δε θα ήθελες να σου κάνουν εσένα»; Ή με το πανανθρώπινο μήνυμα που εκπέμπουν τα λόγια της Αντιγόνης του Σοφοκλή, η οποία λέει «Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν», δηλαδή: «Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ»;
Απέναντι στη σημερινή θλιβερή πραγματικότητα της γενικευμένης κρίσης στη χώρα μας η Μαύρη Καταχνιά παριστάνει το σωτήρα, το σύγχρονο άγιο Γεώργιο που θα σκοτώσει το δράκο και θα ελευθερώσει τον ελληνικό λαό από τη φτώχεια και τη μιζέρια. Η απάντηση όμως στα προβλήματα του λαού πρέπει να είναι οι σουγιάδες; Ή μήπως πρέπει να είναι μια πλατιά συζήτηση μέσα στο λαό για το πώς φτάσαμε ως εδώ, τι και ποιος έφταιξε για την κρίση και, αφού καταλήξουμε κάπου, να απομονώσουμε καταρχάς πολιτικά τους υπεύθυνους με τα μέσα που μας παρέχει η δημοκρατία;
Αν θέλουμε να σβηστεί για πάντα από τη μνήμη της ανθρωπότητας η ναζιστική θηριωδία, δεν αρκεί να την καταδικάζουμε σε εκδηλώσεις επετειακού χαρακτήρα σαν τη σημερινή. Πρέπει να επαγρυπνούμε και να πολεμάμε το φασισμό όπου και αν αυτός εκδηλώνεται: Στη δουλειά, στην πολιτική, στην οικονομία, στις εθνικές μειονότητες, στις διακρατικές σχέσεις, στην επικοινωνία μας με τους άλλους λαούς, ιδιαίτερα τους γειτονικούς, ακόμα και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια. Μόνο έτσι θα μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι και να είμαστε αγαπημένοι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επιδοθούμε σε μια ευγενική άμιλλα με τους άλλους λαούς και να πάρουμε απ’ αυτούς ό,τι καλύτερο έχουν, όπως κι αυτοί από το δικό μας λαό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βαδίσει ολόκληρη η ανθρωπότητα χέρι-χέρι στο δρόμο της προόδου και της προκοπής.
Γι’ αυτά τα ιδανικά έχυσαν το αίμα τους οι πρόγονοί μας το ’40 στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας.
Τον Απρίλη του 1941 οι δυνάμεις του ξένου φασισμού, στηριγμένες στα υπέρτερα τεχνικά μέσα και στην αριθμητική τους δύναμη, κατάφεραν να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τι, στην ουσία, κατάκτησαν όμως; Μπόρεσαν να κερδίσουν τη λαϊκή ψυχή; Σίγουρα όχι. Κι αυτό φάνηκε περίτρανα στα χρόνια ‘41-’44, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης. Ήταν τότε που σύσσωμος ο ελληνικός λαός και η πολιτική του ηγεσία, εκτός από μερικές θλιβερές εξαιρέσεις δωσίλογων φασιστών, όπως ήταν οι ταγματασφαλίτες, έδωσε ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο των κατακτητών. Έδωσε ένα μάθημα σ’ όλους αυτούς που νομίζουν πως ένας μι-κρός, αριθμητικά, λαός είναι μοιραίο να υποταχτεί σ’ έναν ισχυρότερο.
Το δίκιο είναι αυτό που κάνει το μικρό λαό να γιγαντώνεται και να αντιστέκεται, να κουρελιάζει και να εξευτελίζει το μεγάλο στρατό στο πεδίο της μάχης.
Τη Ρωμιοσύνη, λοιπόν, δεν πρέπει να την κλαίμε. Εκεί που πάει να σκύψει, με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, να τη! Να τη, πετιέται. Πετιέται από ‘ξαρχής κι αντριεύει, και θεριεύει.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940!
Ζήτω η αδούλωτη ψυχή του ελληνικού λαού!Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2013